- Λακώνων
- Λάκωνa Laconianmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Alcman — (also Alkman, Greek polytonic|Ἀλκμάν) (7th century BC) was an Ancient Greek choral lyric poet from Sparta. He is the earliest representative of the Alexandrinian canon of the nine lyric poets. Biography Family The name of Alcman s mother is not… … Wikipedia
CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… … Hofmann J. Lexicon universale
απέλλα — H συνέλευση των αρχαίων Σπαρτιατών που γινόταν κάθε πανσέληνο, στον χώρο μεταξύ Βαβύκας και Κνακίωνα. Καθιερώθηκε από ρήτρα του Λυκούργου, περίπου το 800 π.Χ. * * * ἀπέλλα, η (Α) «εκκλησία του δήμου», συνέλευση του λαού στη Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
εννήυσκλοι — ἐννήυσκλοι (Α) είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. τού εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη τού πέδιλου»] … Dictionary of Greek
κάμμα — κάμμα, τὸ (Α) είδος γλυκίσματος τών Λακώνων, το οποίο περιτύλιγαν με «καμματίδες», δηλ. με φύλλα δάφνης, αλλ. ψαιστόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπτω «καταπίνω»] … Dictionary of Greek
καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… … Dictionary of Greek
καταστατικός — ή, ό (Α καταστατικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση 2. φρ. «καταστατικός χάρτης» ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης τού ΟΗΕ») 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek
λακωνιστί — επίρ. [λακωνίζω] με τον τρόπο τών Λακώνων, με λίγα και εύστοχα λόγια, σύντομα, λακωνικά … Dictionary of Greek
ξυήλη — και δωρ. τ. ξυάλη, ἡ (Α) 1. είδος μαχαιριού με κυρτό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία τών ξύλων με ξέση, ξύστρα 2. μικρό δρεπανοειδές μαχαιρίδιο ή ξίφος τών Λακώνων, που τό κρεμούσαν από τη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύω + κατάλ. ήλη… … Dictionary of Greek
Κορφιωτάκης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών και πολιτικών που καταγόταν από την Κέρκυρα. Αρχικά το επώνυμο της οικογένειας ήταν Καίσαρ ή Καίσαρης, αλλά μετονομάστηκαν σε Κ. από τη λατινική ονομασία της Κέρκυρας, Κορφού. 1. Αναστάσιος. Ήταν αδελφός του… … Dictionary of Greek